-
1 δυσπεψία
[диспэпсиа] ουσ. Θ. диспепсия.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δυσπεψία
-
2 желудок
желудок м το στομάχι язва \желудокка το έλκος στομάχου несварение \желудокка η δυσπεψία расстройство \желудокка η ευκοιλιότητα* * *мτο στομάχιя́зва желу́дка — το έλκος στομάχου
несваре́ние желу́дка — η δυσπεψία
расстро́йство желу́дка — η ευκοιλιότητα
-
3 пищеварение
пищеварение с η χώνευση, расстройство \пищеварениея η δυσπεψία* * *сη χώνευσηрасстро́йство пищеваре́ния — η δυσπεψία
-
4 диспепсия
мед. η δυσπεψία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диспепсия
-
5 желудок
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > желудок
-
6 засорение
1. (загрязнение, заполнение) η έμφραξη, το βούλωμα, το φράξιμο 2. (желудка) мед. η δυσπεψία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засорение
-
7 диспепсия
диспепсияж мед. ἡ δυσπεψία. -
8 желудок
желу́д||окм τό στομάχι, ὁ στόμαχος:несварение \желудокка ἡ δυσπεψία, ἡ βαρυστο-μαχιά· расстройство \желудокка ἡ διάρροια, τό κόψιμο, ἡ εὐκοιλιότητα· ◊ на голодный \желудок νηστικάτα, νηστικός. -
9 засорение
засор||ениес τό λέρωμα, ἡ ρύπανση[-ις], τό βούλωμα / τό φράξιμο (закупоривание):\засорение желудка разг ἡ δυσπεψία. -
10 несварение
несварениес:\несварение желудка ἡ δυσπεψία, ἡ κακοστομαχιά. -
11 пишеварение
пишевар||ениес ἡ πέψη [-ις], ἡ χώνευση[-ις]:расстройство \пишеварениеения ἡ δυσπεψία. -
12 диспепсия
[ντισπιέπσιγια] ουσ. θ. δυσπεψία -
13 несварение
[νισβαριένιιε] ουσ. ο. δυσπεψία -
14 диспепсия
[ντισπιέπσιγια] ουσ θ δυσπεψία -
15 несварение
[νισβαριένιιε] ουσ ο δυσπεψία -
16 диспепсия
-и θ.δυσπεψία. -
17 засорение
-я ουδ.έμφραξη, στούπωμα,βούλωμα•засорение желудка δυσπεψία.
|| λέρωμα, ρύπανση• γέμισμα με ξένες, άχρηστες, επιβλαβείς ουσίες, αντικείμενα. -
18 несварение
-я ουδ: несварение желудка δυσπεψία. -
19 пищеварение
-я ουδ.πέψη• χώνεψη•рас-тройство -я βλάβη των πεπτικών οργάνων•
плохое пищеварение δυσπεψία•
органы -я τα πεπτικά όργανα.
См. также в других словарях:
δυσπεψία — δυσπεψίᾱ , δυσπεψία indigestion fem nom/voc/acc dual δυσπεψίᾱ , δυσπεψία indigestion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπεψία — Γενικός όρος για τις διαταραχές της πέψης. Παρότι το δυσπεπτικό σύνδρομο συνοδεύει όλες τις παθήσεις του πεπτικού συστήματος, o όρος δ. χρησιμοποιείται συνήθως για παθήσεις που οφείλονται σε λειτουργικές διαταραχές του στομάχου, του εντέρου ή των … Dictionary of Greek
δυσπεψία — η δυσκολία στη χώνεψη, κακή χώνεψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσπεψίας — δυσπεψίᾱς , δυσπεψία indigestion fem acc pl δυσπεψίᾱς , δυσπεψία indigestion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπεψίαι — δυσπεψίᾱͅ , δυσπεψία indigestion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπεψίαν — δυσπεψίᾱν , δυσπεψία indigestion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπεψίαις — δυσπεψία indigestion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάχι — (Ανατ.). Το πρώτο μέρος του ενδοκοιλιακού τμήματος του πεπτικού σωλήνα. Βρίσκεται αμέσως κάτω από το αριστερό μισό του διαφράγματος και συνεχίζεται προς τα πάνω με τον οισοφάγο και προς τα κάτω με το δωδεκαδάκτυλο. Η περιοχή μετάβασης από τον… … Dictionary of Greek
φιλάπεπτος — ον, Α αυτός που πάσχει από δυσπεψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄπεπτος «αυτός που υποφέρει από δυσπεψία»] … Dictionary of Greek
Dyspepsie — Der Begriff Verdauungsstörung wird als Oberbegriff für alle möglichen Formen von Störungen der Verdauung verwendet, denen völlig unterschiedliche Ursachen zugrundeliegen können.[1] Synonym finden sich die Begriffe Dyspepsie[2] (von griech.… … Deutsch Wikipedia
Functional dyspepsia — Der Begriff Verdauungsstörung wird als Oberbegriff für alle möglichen Formen von Störungen der Verdauung verwendet, denen völlig unterschiedliche Ursachen zugrundeliegen können.[1] Synonym finden sich die Begriffe Dyspepsie[2] (von griech.… … Deutsch Wikipedia